- ἀτμίδα
- ἀτμίςmoist vapourfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατμίδα — η (AM ἀτμίς) [ατμός] ατμός, ομίχλη νεοελλ. φρ. «ατμίδες ηφαιστειακές» ανοίγματα στην επιφάνεια της γης από τα οποία εκλύονται αέρια (αποτελούν ένδειξη ηφαιστειακής δραστηριότητας) … Dictionary of Greek
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek